πιανίσιμο

πιανίσιμο
το, Ν
άκλ. μουσ. ὁρος τής ευρωπαϊκής μουσικής που σημειώνεται στο πεντάγραμμο ως pp, αποτελεί οδηγία τής μουσικής ερμηνείας και σημαίνει πολύ σιγά, πολύ απαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pianissimo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… …   Dictionary of Greek

  • φορτίσιμο — το άκλ. (λ. ιταλ., μουσ.), καθένα από τα μέρη μουσικής σύνθεσης που εκτελούνται πολύ ηχηρά και πολύ έντονα (αντίθ. πιανίσιμο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”